ἀγακλυτα (ος η ον) glorious τοις προθυροισι gates, front doors (before-doors!) ἐναλιγκιοι (ος ον) like, resembling ἡ θαλαμηπολος a chamber maid αἱ νεες ἀμφιελισσαι curved (at both ends) ships το δορπον meal ὠρτο (ὄρνυμι) he roused (himself) την ἠερα fog ἀντιβολησας (ἀντιβολεω) having met with κερτομεοι (κερτομέω) he might sneer ἐραννην (ος η ον) lovely την καλπιν [20] pitcher του ἀνερος ἀνηρ! ἀπιης (oς η ον) far off ἀμυμονος (ἀμύμων ον) noble προτιοσσεο (προτιόσσομαι) look upon! ἀγαπαζομενοι (ἀγαπάζω) treating with affection πεποιθοτες (πείθω) trusting το λαιτμα depth το νοημα thought, perception εἰα (from well known verb_ ἐαω she was allowing την ἀχλυν mist θεσπεσιην (ος η ον) divinely sweet τοις σκολοπεσσιν palisades (pointed wall-tops) ἀρηροτα (pf of ἀραρίσκω) [45] joined together δηεις (δηω) you meet with, find ταρβει (ταρβω) [55] fear! ὁπλοτατη (ος η ον) youngest ἀτασθαλον (ος ον) wicked τον νυμφιον bridegroom ἐτισ᾽ (τινω) honoured, paid a bride price δειδεχαται (pf of a verb you know) μυθοισιν δέχομαι they greet her [with words] στειχῃσ᾽ (στείχω) she walks δευεται (δυομαι) she lacks τα νεικεα quarrels ἡ ἐλπωρη [77] hope ἐρατεινην (ος η ον) lovely την εὐρυαγυιαν wide-streeted place ἡ αἰγλη a gleam οἱ τοιχοι walls ἐληλεατ᾽ (ἐλαω) they stretched ὁ θριγκος cornice, top stones του κυανοιο of dark blue enamel κορωνη [90] the door handle ἰδυιῃσι (οἶδα) knowing, skilful ἀγηρως (ἀγήραος oν) ageless(ly) ἐρηρεδατ᾽ (ἐρείδω) they had been propped διαμπερες (adv) right through λεπτοι (ος η ον) delicate εὐννητοι (ος ον) well-spun βεβληατο (you know what verb this comes from!) βαλλω - they had been thrown ἐπηετανον (ος ον) abundant ἐχεσκον (an imperfect you know) ἐχω τας δαιδας torches τοις δαιτυμονεσσι guests ἀλετρευουσι (ἀλετρευω) they grind της μυλης mill τον/την μηλοπα ripe ὑφοωσι (ὑφαίνω) they weave τα ἠλακατα wool (on the distaff) μακεδνης (ος η ον) tapering των καιροσεων close-woven things των ὀθονεων fine linens ἀπολειβεται (ἀπολειβεται) he/she lets drip οἱ ἰδριες skilful men ὁ ὀρχατος an orchard τετραγυος ον of four acres το ἑρκος a boundary, fence τηλεθοωντα (τηλεθοωντα) flourishing αἱ ὀγχναι pear trees αἰ ῥοιαι [116] pomegranates