-
-
-
-
-
-
Over burnt
Υπερκόπωση, εξάντληση
-
-
-
Prestige
Περίβλεπτος, με κύρος
-
Invariably
Συνεχώς, μονίμως
-
contestant
Διαγωνιζόμενος
-
Devote
Αφιερώνω, αφοσιώνομαι
-
World class
Παγκόσμιας κλάσης
-
-
Endorsement
Προώθηση προϊόντος από διάσημο πρόσωπο
-
-
-
The blames lies with
Η ευθύνη ανήκει σε κάποιον
-
Side line / on the side line
Οριακές γραμμές γηπέδου, στο περιθώριο
-
Court
Γήπεδο μπάσκετ, τένις
-
Pitch
Γήπεδο ποδοσφαίρου, μέθοδος προσέλκυσης πελατών
-
-
Recurrent
Επαλαμβανόμενος
-
Wide spread
Ευρέος διαδεδομένος
-
-
Governing body
Διοικητικό σόμα
-
-
-
Primary
Κύριος, πρώτιστος
-
Short lived
Μικρής διάρκειας
-
-
-
-
-
-
-
High profile
Που προβάλετε πολύ
-
Over used
Υπερβολική χρήση, κατάχρηση
-
-
-
Drop out /drop out rate
- Κάποιος που εγκαταλείπει σπουδές ή δραστηριότητες
- Tremendous
- Τρομερός, τεράστιος
-
Require
Απαιτώ, χρειάζομαι
-
-
Cocoon
Ασφάλεια, προστασία, κουκούλι
-
Reckon
Αποδεικνύομαι, αποκαλύπτομαι
-
-
-
Elite
Επίλεκτος, εκλεκτός
-
Trivial
Ασήμαντος, μηδαμινός
-
-
-
-
Short cut
Σύντομο δρόμος, τρόπος
-
Rehabilitation
Αποκατάσταση υγείας
-
-
In the light of
Λόγο εμφάνισης νέων στοιχείων
-
-
-
Hype
Δημοσιότητα, προβολή
-
Grind to halt
Σταματώ σιγά σιγά
-
-
-
intense
Έντονος, που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια
-
Disrupt
Διαταράσσω την λειτουργία
-
-
-
-
-
-
Notorious
Κακόθυμος, διαβόητος
-
Drive
Αναγκάζω, εξωθώ, απομακρύνω
-
-
Tournament
Αθλητικοί αγώνες, τουρνουά
-
-
Screening
Εξέταση με σκοπό την επιλογή
-
Profile
Σύνολο χαρακτηριστικών προφίλ
-
-
-
-
Stampeding
Που τρέπεται σε άτακτη φυγή
-
-
Commitment
Σημαντικός (σε μέγεθος)
-
Fatality
Θανάσιμος τραυματισμός
-
Frantic
Τρελαμένος από την αγωνία
-
Charge
Χρεώνω, επιτίθεμαι
-
Activist
- Ακτιβιστής
- Demonstration
- Διαδήλωση
-
-
-
Adverse
Δυσμενής, αντίξοες
-
-
Alley
Σοκάκι, / διάδρομος κτιρίου bowling
-
Course
Γήπεδο τένις, γκολφ
-
-
-
-
-
Be ahead of the game
Προπορεύομαι
-
Give away the game
Προδίδω
-
Course
Δικαστήριο/ βασιλική αυλή
-
Chief witness
Κύριος μάρτυρας
-
-
Drive
Οδηγώ, εξωθώ, απομακρύνω, εξαναγκάζω
-
-
Make short work of
Αντιμετωπίζω αποτελεσματικά
-
-
-
Keeping track
Καταγράφω, ενημερώνω
-
Off the beaten road
Ήσυχος και απόμερος προορισμός
-
Fair play
Δίκαιο παιχνίδι
-
All is fair in love and war
Όλα επιτρέπονται στον έρωτα και στον πόλεμο
-
Beside the point
Είναι άσχετο
-
Make a point of
Έχω κάτι σαν αρχή
-
-
Out of my depth
Πέρα από τις δυνατότητες μου
-
-
Plain sailing
Πανεύκολο, παιχνιδάκι
-
rest on my laurels
Επαναπαύομαι, δεν προσπαθώ για κάτι παραπάνω
-
-
Give my best shot
Δίνω τον καλύτερό μου εαυτό
-
Field
Τομέας (γνωστικός, επιστημονικός)
-
Due to
- Αναμένεται να
- On the verge of
- Είμαι στα πρόθυρα
-
Be about to
Είμαι έτοιμος να
-
Financial ruin
Οικονομική καταστροφή
-
-
-
-
-
-
-
Sacrifice
Θυσία / κάνω θυσίες
-
-
Get round
Τα βγάζω πέρα τα ξεπερνώ
-
-
-
-
-
Procession
Παράταξη, πομπή
-
-
-
Grueling
Κοπιαστικός, επίπονος
-
-
High light
Το αποκορύφωμα
-
Exertion
Έντονη προσπάθεια
-
-
-
Interfere
Παρεμποδίζω, παρεμβαίνω
-
Overwhelm
Κυριεύω, κατακλύζω
-
clarification
Διευκρίνιση
-
-
-
-
-
-
-
-
Accommodate
Διευκολύνω, εξυπηρετώ
-
Implement
Θέτω σε εφαρμογή
-
trust
Ευελπιστώ είμαι βέβαιος
|
|