-
Nature
Χαρακτήρας ιδιοσυγκρασία,
-
Versus
Εναντίον σε αντιδιαστολή προς,
-
Nutrition
Ανατροφή περιποίηση,
-
-
-
Debate
Δημόσια συζήτηση, διαμάχη,
-
-
-
Astonishingly
Εκπληκτικά,
-
Temperament
Ταμπεραμέντο ιδιοσυγκρασία,
-
Chain smoke
Καπνίζω το ένα τσιγάρο μετά το άλλο,
-
-
-
Renew
Ξαναρχίζω ανανεώνω,
-
-
Undoubtedly
Αναμφισβήτητα,
-
Raise a question
Εγείρω μια ερώτηση
-
On the surface
Επιφανειακά,
-
-
Remarkable
Αξιοσημείωτος,
-
Social engineering
Δημιουργία ψευδούς κοινωνικής κατάστασης για πειραματικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς,
-
-
-
Inner city
Κακόφημες περιοχές μέσα σε πόλεις,
-
On the edge of
Στα πρόθυρα,
-
-
-
-
Exclusive
Αποκλειστικό για εκλεκτούς,
-
Boarding school
Οικοτροφείο,
-
-
-
-
-
-
-
-
Unmanageable
Ανεξέλεγκτος,
-
Hang around
Τριγυρίζω χαζεύω,
-
Petty crime
Αδίκημα πταίσμα,
-
-
-
-
Minority
- Μειονότητα μειοψηφία,
- Grateful
- Ευγνώμων,
-
Fresh start
Καινούρια αρχή,
-
Get into trouble
Μπαίνω σε μπελάδες,
-
-
-
Hood top
Ένδυμα με κουκούλα,
-
-
-
Sit around
Κάθομαι και χαζεύω,
-
-
-
Marked
Σταμπαρισμένος σημαδεμένος,
-
Along the line
Στην πορεία,
-
-
-
-
Question
Ανακρίνω εξετάζω αμφισβητώ,
-
-
Pluck
Τραβώ κάποιον απότομα από κάπου,
-
-
Guinea pig
Πειραματόζωο ινδικό χοιρίδιο,
-
Make no apologies
Δεν απολογούμαιM
-
Bright future
Λαμπρό μέλλον,
-
Ensured
Εξασφαλισμένος σίγουρος,
-
Meet a great challenge
Αντιμετωπίζω μια μεγάλη πρόκληση,
-
-
-
-
White dominated
Όπου επικρατούν οι λευκοί,
-
-
-
Attitude
Στάση, συμπεριφορά,
-
Long term
Απώτερο μέλλον,
-
-
A tough hand
Πειθαρχία αυστηρός έλεγχος,
-
-
-
-
-
-
Obstacle
Εμπόδιο δυσκολία,
-
Trait
Χαρακτηριστικό γνώρισμα,
-
Stem from
Προέρχομαι από,
-
Make up
- Σύνθεση χαρακτήρας,
- Shame
- Ντροπή,
-
-
-
-
-
-
Arrogant
Υπερόπτης αλαζόνας,
-
Mainstream
Επικρατούσα τάση,
-
Concentrate
Συγκεντρώνομαι,
-
Depressed
Θλιμμένος μελαγχολικός,
-
Alternative
Εναλλακτικός,
-
Raise a money
Συγκεντρώνω χρήματα,
-
Raise a family
Ανατρέφω οικογένεια
-
raise my voice
Υψώνω την φωνή μου,
-
Make the headlines
Γίνομαι πρωτοσέλιδο,
-
-
Generate
Προκαλώ δημιουργώ γενετικός,
-
-
-
-
Discriminate
Κάνω διακρίσεις μεροληπτώ,
-
-
-
Admission
Είσοδος εισαγωγή,
-
In effect
Στην πραγματικότητα αποτελεσματικά,
-
By virtue of
Λόγω του της,
-
Keep up with
Παρακολουθώ ομιλητή,
-
Put something across
Μεταδίδω,
-
Stick it out
Τα καταφέρνω μέχρι τέλους,
-
-
-
Get someone down
Μελαγχολώ στεναχωρώ κάποιον,
-
Pull something off
Τα καταφέρνω τελευταία στιγμή,
-
Get out of
Αποφεύγω να κάνω κάτι δυσάρεστο,
-
Immense
Απέραντος τεράστιος,
-
Contender
Αντίπαλος ανταγωνιστής,
-
Remarkable
Αξιοσημείωτος,
-
-
-
-
Government official
- Κυβερνητικό στέλεχος,
- Take a hard line
- Ακολουθώ σκληρή τακτική,
-
Delinquency
Εγκληματικότητα, παραβατικότητα (ανηλίκων),
-
-
-
-
Give someone credit
Εμπιστεύομαι την κρίση,
-
-
-
Defy stereotypes
Δεν ακολουθώ τα στερεότυπα,
-
Last resort
Έσχατο μέτρο,
-
Take the mickey out of
Κοροϊδεύω πειράζω κάποιον,
-
Have the edge on
Έχω πλεονέκτημα υπερτερώ έναντι κάποιου,
-
Word processor
Επεξεργασία κειμένου,
-
Interactive
Διαδραστικός,
-
Hands on
Πρακτικός που προσφέρει πρακτική εξέταση
-
Recruit
Νέος εργαζόμενος νεοσύλλεκτος,
-
Cutting edge
Προχωρημένος εξελιγμένος,
-
Niche
Θέση που αρμόζει σε κάποιον,
-
Self-reliant
Ανεξάρτητος,
|
|