-
Specialized,
Εξειδικευμένος
-
-
-
League,
Ένωση αθλητική ομοσπονδία
-
Undoubtedly,
Αναμφισβήτητα
-
Packed,
Ασφυκτικά γεμάτος
-
Supernatural,
Υπερφυσικός
-
Eerie,
Τρομακτικός μυστηριώδης
-
Gruesome,
Ανατριχιαστικός μακάβριος
-
-
-
-
-
-
-
Spooky,
Στοιχειωμένος τρομαχτικός
-
Apparition,
Οπτασία φάντασμα
-
Taste for,
Προτίμηση αγάπη για
-
Capture,
Αιχμαλωτίζω (συναίσθημα, ατμόσφαιρα)
-
-
Enchanting vista,
Μαγευτική θέα
-
Abound,
Υπάρχει σε αφθονία είμαι γεμάτος από
-
Rolling hills,
Λοφώδης περιοχή
-
-
-
Quaint,
Παλαιομοδίτικος γραφικός
-
-
Lay Waste to,
Ερημώνω καταστρέφω
-
-
Empathise with,
Συμπάσχω κατανοώ
-
-
-
-
Perspective,
Προοπτική άποψη
-
Fitting,
Ταιριαστός κατάλληλος
-
Tribute,
Φόρος τιμής τιμητική εκδήλωση
-
Literary,
Φιλολογικός λογοτεχνικός
-
Lighthearted,
Ξέγνοιαστος
-
Whip around,
Κινούμαι αστραπιαία
-
-
-
-
Highlands,
ορεινή περιοχή
-
-
Massive,
Μεγάλος σε όγκο ποσότητα
-
-
-
-
Up for,
Πρόθυμος να κάνω κάτι
-
-
Stir,
Κουνιέμαι προκαλώ, υποκινώ
-
-
Chill run down my spine,
Ανατριχιάζω από τον φόβο μου
-
Pinch my self,
Τσιμπάω τον εαυτό μου
-
-
Next to my list,
Η επόμενη εργασία μου
-
-
-
-
-
-
Regardless of,
Ανεξάρτητα από
-
-
-
Benign,
Πράος καλοκάγαθος
-
Have an attitude,
Διατηρώ μια στάση κυρίως εχθρική
-
Stalk,
Πλησιάζω απειλητικά
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
Seal off,
Αποκλείω την πρόσβαση
-
-
-
-
-
-
-
Reflect,
Δείχνω αντανακλώ/αντανακλώ απεικονίζω
-
Make it my business,
Καταβάλω ιδιαίτερη προσπάθεια
-
-
Burn at the stake,
Καίω στην πυρά
-
Casual,
Πρόχειρος όχι επίσημος
-
-
Echo,
Μιμούμαι αντιγράφω/αντηχώ/απηχώ γνώμη απόψεις
-
-
Split,
Χωρίζω σε μέρη διαιρώ
-
-
Infamous,
Κακόφημος διαβόητος
-
Body snatcher,
Κλέφτης και έμπορος πτωμάτων
-
-
Pay homage to,
Αποτίνω φόρο τιμής
-
Devastating,
Καταστροφικός
-
Ravage,
Ρημάζω καταστρέφω
-
-
Gory,
Φρικιαστικό αιματοβαμμένο
-
-
Is not my cup of tea,
Δεν είναι η προτίμησή μου
-
Out of the ordinary,
Ασυνήθιστος παράξενος
-
Encounter,
Τυχαία συνάντηση
-
Occasional,
Περιστασιακός
-
-
Take my word with it,
Βασίσου στα λόγια του
-
-
-
-
Boast,
Καυχιέμαι είμαι υπερήφανος για κάτι που έχω
-
-
-
-
-
-
-
-
Dingo,
Είδος Αυστραλιανού σκύλου
-
-
-
Conservation,
Προστασία του φυσικού περιβάλλοντος
-
Habitat,
Φυσικό περιβάλλον
-
-
-
Wilderness,
Ερημιά άγονη περιοχή
-
Precautions,
Παίρνω προφυλάξεις
-
Dine and win,
Τρώω και πίνω κάνω το τραπέζι
-
At someone’s expense,
Σε βάρος κάποιου
-
Contamination,
Μολυσμένος
-
-
Pay my respects,
υποβάλλω τα σέβη μου
-
Take pride in,
υπερηφανεύομαι για
-
Take in granted,
παίρνω κάτι σαν δεδομένο
-
Have a go at,
Δοκιμάζω προσπαθώ κάτι
-
Contain my self,
συγκρατώ τον εαυτό μου
-
Abseiling,
κατάβαση βράχου με σκοινί
-
Spicy,
έμπειρος/αλατισμένος πιπεράτος
-
Second nature,
δεύτερη φύση μου
-
-
In advance,
Προκαταβολικά
-
Excess,
υπερβολικός, πρόσθετος/ υπέρβαρες αποσκευές
-
-
-
-
-
Overhead,
πάνω από το κεφάλι, ψηλά
-
-
-
public transportation,
μέσα μαζικής μεταφοράς
-
-
-
-
Full board,
πλήρης διατροφή
-
Out and about,
σε συνεχή κίνηση στο πόδι
-
Go easy on,
δεν το παρακάνω
-
-
Itinerary,
Πορεία δρομολόγιο
-
-
Strenuous,
Σκληρός κουραστικός
-
Magnificent,
έξοχος, μεγαλοπρεπής
-
Last minute,
τελευταία στιγμή
-
-
Uncharacteristic,
μη χαρακτηριστικός
-
Not all it is cracked up to be,
κατώτερος από τις προσδοκίες μου
-
-
-
no cut any ice,
δεν κάνω καμία εντύπωση
-
stand a chance,
έχω πιθανότητες να πετύχω
-
Rugged landscape,
ανώμαλο βραχώδης τοπίο
-
Overlook,
βλέπω σε έχω θέα
-
-
-
-
Substandard,
κάτω του μέσου όρου
-
-
-
line of work,
είδος εργασίας
-
snow capped,
χιονοσκέπαστος
-
fat chance,
αποκλείεται σε καμία περίπτωση
-
-
sit tight,
μένω στην θέση μου δεν το κουνάω
-
Someone’s days are numbered,
οι μέρες κάποιου είναι μετρημένες
-
be tied up,
είμαι πολύ απασχολημένος
-
Knowledgeable source,
έγκυρη πηγή γνώσεων
-
Nominate,
προτείνω ως υποψήφιο
-
-
-
Promenade,
παραθαλάσσιος δρόμος για περπάτημα
-
-
sun drenched,
ηλιόλουστος
-
-
Bustling,
πολυσύχναστος γεμάτος κίνηση
-
Vibrant
Ζωντανός δραστήριος
-
Renowned,
Διάσημος γνωστός
|
|