-
On the dole
Στο ταμείο ανεργίας
-
Make redundant
Απολύω (λόγω περιορισμού θέσεων εργασίας)
-
Situations vacant
Στήλη σε εφημερίδα με αγγελίες για θέσεις εργασίας
-
-
Board
Συμβούλιο διοικητική ομάδα
-
Make cutback
Κάνω περικοπές
-
Lay off
Απολύω (προσωρινά)
-
-
-
Freelance
Ελεύθερος επαγγελματίας
-
-
-
Career ladder
Κλίμακα επαγγελματικής εξέλιξης
-
-
-
-
-
-
Executive
Ανώτερο στέλεχος επιχειρήσεις
-
Delegate
Μοιράζω αρμοδιότητες
-
Paper work
Γραφική εργασία
-
-
-
-
-
-
-
-
Clerical
Του γραφείου υπαλληλικός
-
-
-
Administration
Διοίκηση διαχείριση
-
-
People skills
Ικανότητα διαπροσωπικών σχέσεων
-
-
Rise to a challenge
Ανταποκρίνομαι σε μια πρόκληση
-
-
-
Human resources
Ανθρώπινο δυναμικό (τμήμα εταιρείας που εκπαιδεύει και φροντίζει τους υπαλλήλους του)
-
-
-
Maternity leave
Άδεια μητρότητας
-
-
-
-
Circulate
Διανέμω, Κυκλοφορώ
-
-
Negotiate
Διαπραγματεύομαι
-
-
-
draft
Προχειρογράφω ετοιμάζω προσχέδιο (ομιλίας επιστολής)
-
-
Recruit
Επανδρώνω στρατολογώ
-
-
handle
Χειρίζομαι αντιμετωπίζω
-
cope
Τα βγάζω πέρα αντιμετωπίζω
-
line of work
Είδος εργασίας επάγγελμα
-
-
vocation
Επάγγελμα λειτούργημα
-
effective
Αποτελεσματικός αποδοτικός
-
-
domain
Τομέας γνωστικό αντικείμενο
-
field
Τομέας επιστημονικός χώρος
-
-
leave
Άδεια (διακοπών κλπ)
-
-
permission
Άδεια συγκατάθεση
-
-
-
-
significance
Σημασία νόημα
-
-
-
beneficial
Ωφέλιμος ευεργετικός
-
-
competitive
Ανταγωνιστικός
-
-
constructive
Εποικοδομητικός
-
-
emotional
Συναισθηματικός
-
-
-
financial
Χρηματικός οικονομικός
-
inclusive
Συμπεριλαμβάνει τα πάντα
-
influential
Ισχυρός που ασκεί επιρροή
-
-
-
-
-
-
-
professional
Επαγγελματικός
-
-
supportive
Που προσφέρει βοήθεια και υποστήριξη
-
-
broaden
διευρύνω Πλαταίνω
-
contract
Συστέλλομαι συσπώμαι
-
-
-
-
-
-
extend
Επεκτείνω παρατείνω
-
-
-
widen
Διευρύνω, επεκτείνω
-
go under
Καταστρέφομαι, χρεοκοπώ
-
fly high
Πετάω στα σύννεφα από χαρά
-
high flying
Φιλόδοξος και επιτυχημένος
-
-
-
meteoric rise
Απότομη αύξηση/ άνοδος
-
reach the top
Φθάνω στην κορυφή
-
up and coming
Ανερχόμενος
-
take a dive
Κάνω βουτιά, πέφτω
-
pick up
Βελτιώνομαι, μαθαίνω, αντιλαμβάνομαι
-
take off
Ανεβαίνω σε επιτυχία, δημοσιότητα
-
lowly
Ασήμαντος, κατώτερος
-
raising star
Ανερχόμενο αστέρι
-
apply
Κάνω αίτηση, εφαρμόζω, ισχύω αφορώ
-
apply my self
Αφοσιώνομαι
-
-
a great / good deal of
Μεγάλη ποσότητα
-
-
a raw deal
Άδικη μεταχείριση
-
-
resign myself to
Αποδέχομαι
-
I n search of
Σε αναζήτηση
-
-
for nothing
Για το τίποτα, χωρίς αμοιβή
-
none of my business
Δε με αφορά
-
get down to business
Στρώνομαι στην δουλεία
-
-
have my work cut out for
Έχω να κάνω μια δύσκολη δουλεία
-
feedback
Σχόλια για την απόδοση κάποιου
-
voluntary work
Εθελοντική εργασία
-
-
|
|