-
η ακοή, της ακ
Hearing, report
-
ο αμπελών, του αμπελωνος
Vineyard
-
αναγω, ανηγαγον
I lead up
-
απιστος, -ον
Unfaithful, unbelieving
-
η ασθένεια, της ασθενειας
Weakness, infirmity
-
ο αστηρ, του αστερος
Star
-
αυξανω, ηυξησα
I cause to grow, I increase
-
η γνωσις, της γνωσεως
Knowledge
-
-
το δενδρον, του δένδρου
Tree
-
-
-
δοκιμάσω
I approve, I test
-
η εικων, του εικονος
Image
-
εκλεκτός, -η,-ον
Chosen, elect
-
το έλεος, του ελεους
Mercy
-
-
ενεκα
ένεκεν+gen
On account of
-
η επιστολή, της επιστολής
Letter, epistle
-
το ζωον, του ζώου
Living creature, animal
-
-
η θυγατηρ, της θυγατρος
Daughter
-
το θυσιαστηριον, του θυσιαστηριου
Altar
-
-
-
το κρίμα, του κριματος
Judgement
-
-
-
-
-
η νεφέλη, της νεφελης
Cloud
-
-
-
ο, η παις, του, της παιδος
Child, servant
-
η παρουσία, της ταρουσιας
Presence, coming
-
-
περιβαλλω, περιεβαλον
I put around, I clothe
-
περισσος, -η,-ον
Abundant, excessive
-
πνευματικός, -η, -ον
Spiritual
-
η πορνεια, της τορνειας
Fornication
-
το σκευος, του σκευους
Vessel
-
ο σωτηρ, του σωτηρος
Savior
-
|
|